πιεζοηλεκτρικός

πιεζοηλεκτρικός
-ή, -ό, Ν
φυσ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πιεζοηλεκτρισμό*
2. φρ. α) «πιεζοηλεκτρικές διατάξεις»
(ηλεκτρον.) συσκευές πρακτικής εκμετάλλευσης τού πιεζοηλεκτρισμού, τής ιδιότητας δηλαδή ορισμένων κρυστάλλων να παράγουν ηλεκτρικό φορτίο, όταν υφίστανται παραμόρφωση λόγω πιέσεως
β) «πιεζοηλεκτρικοί κρύσταλλοι» — στερεά κρυσταλλωμένα σώματα που χρησιμεύουν για την κατασκευή τών πιεζοηλεκτρικών στοιχείων
γ) «πιεζοηλεκτρικό στοιχείο» — τμήμα πιεζοηλεκτρικού κρυστάλλου που χρησιμοποιείται για την κατασκευή πομπών και δεκτών υπερηχητικών κυμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. piezoelectric < πιέζω + ηλεκτρικός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πιεζοηλεκτρικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πιεζοηλεκτρισμό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πιέζω — ΝΜΑ και δωρ., αιολ. και μτγν. τ. πιάζω, ιων. και επικ. τ. πιεζέω Α 1. σφίγγω δυνατά, ζουλώ με δύναμη, θλίβω, συνθλίβω, συμπιέζω, ασκώ πίεση (α. «πιέζω το βαμβάκι» β. «χειρὶ ἑλὼν ἐπίεζε βραχίονα», Ομ. Ιλ.) 2. συσφίγγω, συμμαζεύω, στοιβάζω,… …   Dictionary of Greek

  • ταλαντωτής — Στη δυναμική είναι ένα σώμα (το οποίο ορίζεται ως σημείο) που υπόκειται σε περιοδική κίνηση, επανέρχεται δηλαδή στην ίδια θέση σε ίσα χρονικά διαστήματα (περίοδοι) και με την ίδια ταχύτητα, επαναλαμβάνοντας την κίνησή του· γενικότερα, στον ορισμό …   Dictionary of Greek

  • τρυγικό oξύ — Οργανική ένωση με τύπο C4H6O6 που ανήκει στην ομάδα των δικαρβοξυλικών οξυοξέων· στο μόριό της περιλαμβάνει δύο καρβοξύλια και δύο δευτεροταγείς αλκοολικές ομάδες. Το τ.ο. έχει δύο άτομα άνθρακα ομοειδώς ασύμμετρα· είναι γνωστά ένα τ.ο.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”