- πιεζοηλεκτρικός
- -ή, -ό, Νφυσ.1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πιεζοηλεκτρισμό*2. φρ. α) «πιεζοηλεκτρικές διατάξεις»(ηλεκτρον.) συσκευές πρακτικής εκμετάλλευσης τού πιεζοηλεκτρισμού, τής ιδιότητας δηλαδή ορισμένων κρυστάλλων να παράγουν ηλεκτρικό φορτίο, όταν υφίστανται παραμόρφωση λόγω πιέσεωςβ) «πιεζοηλεκτρικοί κρύσταλλοι» — στερεά κρυσταλλωμένα σώματα που χρησιμεύουν για την κατασκευή τών πιεζοηλεκτρικών στοιχείωνγ) «πιεζοηλεκτρικό στοιχείο» — τμήμα πιεζοηλεκτρικού κρυστάλλου που χρησιμοποιείται για την κατασκευή πομπών και δεκτών υπερηχητικών κυμάτων.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. piezoelectric < πιέζω + ηλεκτρικός].
Dictionary of Greek. 2013.